Ο Ψηφιακός Μετασχηματισμός των ελληνικών επιχειρήσεων βρίσκεται στο επίκεντρο της ερευνητικής και στατιστικής δραστηριότητας του EKT, αποτυπώνοντας τις κρίσιμες παραμέτρους του και υποστηρίζοντας με στοιχεία τον σχεδιασμό και την αποτίμηση των δημόσιων πολιτικών.
40,2%
των επιχειρήσεων θεωρεί τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό πολύ σημαντική συνεχή στρατηγική ανάπτυξης
41,7%
θεωρεί την ψηφιακή τεχνολογία για τη βελτίωση και την ανάπτυξη αγαθών/υπηρεσιών ως τον σημαντικότερο στρατηγικό τομέα Ψηφιακού Μετασχηματισμού
58,5%
των επιχειρήσεων χρησιμοποίησε ψηφιακές τεχνολογίες για την ανάπτυξη καινοτόμων διαδικασιών
Ο Ψηφιακός Μετασχηματισμός πολύ σημαντική συνεχής στρατηγική ανάπτυξης
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της στατιστικής έρευνας του ΕΚΤ σχετικά με την υιοθέτηση του Ψηφιακού Μετασχηματισμού ως μιας «συνεχούς & συνολικής αναπτυξιακής στρατηγικής», τo 40,2% των ελληνικών επιχειρήσεων θεωρεί τον Ψηφιακό Μετασχηματισμό ως πολύ σημαντική συνεχή στρατηγική ανάπτυξης, τιμή η οποία παρουσιάζει αύξηση σε σχέση με την περίοδο 2016-2018 (33,5% αντίστοιχα). Οι μεγάλες επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις με κύρια δραστηριότητα την παροχή υπηρεσιών και οι καινοτόμες επιχειρήσεις αποδίδουν στον Ψηφιακό Μετασχηματισμό μεγαλύτερη σημασία σε σχέση με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις βιομηχανικές και τις μη καινοτόμες επιχειρήσεις αντίστοιχα. Σε όλες τις μεγάλες γεωγραφικές περιοχές της χώρας (NUTS1: Αττική, Βόρεια Ελλάδα, Κεντρική Ελλάδα και Νησιά Αιγαίου, Κρήτη) ο Ψηφιακός Μετασχηματισμός θεωρείται σε μεγάλο βαθμό πολύ σημαντική συνεχής στρατηγική ανάπτυξης των επιχειρήσεων, με την Αττική να επιδεικνύει το μεγαλύτερο ποσοστό (42.7%).
Xρήση ψηφιακών τεχνολογιών για την ανάπτυξη καινοτόμων επιχειρησιακών διαδικασιών
Από τα στατιστικά αποτελέσματα προκύπτει ότι το 29,7% των επιχειρήσεων ανέπτυξε αποκλειστικά εσωτερικά (in-house) τις ψηφιακές εφαρμογές που χρησιμοποιήθηκαν στις καινοτομίες επιχειρησιακών διαδικασιών, ενώ ένα επιπλέον 19,2% των επιχειρήσεων ανέπτυξε τις ψηφιακές εφαρμογές τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Ένα μικρό μόνο ποσοστό 9,6% ανέπτυξε αποκλειστικά εξωτερικά (out-sourced) ψηφιακές εφαρμογές για τον ίδιο σκοπό.
Χρήση πρωτοπόρων ψηφιακών τεχνολογιών για την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων (αγαθών/ υπηρεσιών) ή/και επιχειρησιακών διαδικασιών
Όσον αφορά την ανάπτυξη καινοτόμων προϊόντων και διαδικασιών, οι κυριότερες τεχνολογίες που χρησιμοποιήθηκαν την περίοδο 2018-2020 αφορούν τις τεχνολογίες διαδικτύου των πραγμάτων (internet of things) (35,5%), τις τεχνολογίες υπολογιστικού νέφους (cloud computing) (33,8%), τις τεχνολογίες κυβερνοασφάλειας (cyber security) (29,2%) και τις τεχνολογίες ανάλυσης μαζικών δεδομένων (big data analytics) (24,2%).
Πρωτοπόρες ψηφιακές τεχνολογίες για τη μελλοντική ανάπτυξη των επιχειρήσεων
Όσον αφορά τη σημασία των πρωτοπόρων τεχνολογιών για τη μελλοντική ανάπτυξη των επιχειρήσεων, ως σημαντικότερες αναδεικνύονται οι τεχνολογίες κυβερνοασφάλειας (cyber security) (17,0%), οι τεχνολογίες ανάλυσης μαζικών δεδομένων (big data analytics) (14,5%), οι τεχνολογίες υπολογιστικού νέφους (cloud computing) (13,6%), οι τεχνολογίες διαδικτύου των πραγμάτων (internet of things) (13,2%) και οι τεχνολογίες 5G (12,7%).
Ταυτόχρονα ωστόσο, ένα μεγάλο ποσοστό επιχειρήσεων δηλώνει χαμηλή γνώση και κατανόηση για τεχνολογίες όπως η τεχνητή νοημοσύνη (artificial intelligence - 31,7%), οι τεχνολογίες αλυσίδας συναλλαγών (Blockchain) (31,6%) και η τρισδιάστατη εκτύπωση (3D printing - 30,1%).
Χρήση πρωτοπόρων ψηφιακών τεχνολογιών
Οι τομείς στους οποίους οι επιχειρήσεις σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν πρωτοπόρες τεχνολογίες καλύπτουν όλες τις επιχειρησιακές λειτουργίες, με τη «βελτίωση υφιστάμενων αγαθών ή υπηρεσιών» και την «ανάπτυξη ή την αύξηση γνώσης σχετικά με τις ανάγκες και τις προτιμήσεις των πελατών» να καταγράφουν ποσοστά κοντά στο 80%.
Ως βασικοί παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να διευκολύνουν την υιοθέτηση πρωτοπόρων ψηφιακών τεχνολογιών από τις επιχειρήσεις στο μέλλον, αναδεικνύονται το προσωπικό με ψηφιακές γνώσεις – δεξιότητες (57,7%), η δημόσια χρηματοδότηση (56,5%), η ενημέρωση και η πληροφόρηση για τις νέες τεχνολογίες (54,5%) και η διαθεσιμότητα των τεχνικών υποδομών (47,4%).